υγειονομία — η, Ν δημόσια υπηρεσία που έχει ως έργο της τη φροντίδα τής υγιεινής κατάστασης τών πολιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγειονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… … Dictionary of Greek
Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… … Dictionary of Greek
υγειονομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία (βλ. λ.), που φροντίζει για την προστασία της υγείας των πολιτών: Υγειονομική επιτροπή. 2. το αρσ. ως ουσ., υγειονομικός υπάλληλος της υγειονομίας (βλ. λ.): Απεργία των υγειονομικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)